ληίς
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek (Liddell-Scott)
ληίς: Δωρ. λᾱίς, ίδος, ἡ, (ληίζομαι) Ἐπικ. τύπος τοῦ λεία, λάφυρον, τὸ δι’ ἁρπαγῆς λαμβανόμενον, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηνῶν, ληίδα δ’ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν..., πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ’ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, ἵππους δέ... Ἰλ. Λ. 677, πρβλ. Ξεν. Λακ. 13, 11· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εἴδους λείας, Ἰλ. Ι. 138., Σ. 327, Ὀδ. Κ. 41 κατὰ ληίδα πλαζόμενοι Γ. 107· - παρ’ Αἰσχύλ Θήβ. 331, = αἰχμαλωσία, ἀντὶ αἰχμάλωτοι, ἴδε Πινδ. ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695· πρβλ. ληιάς. 2) ἄνευ ἐννοίας τινὸς λῃστεύσεως ἢ λαφυραγωγήσεως, = κτήνη ἴδια, ἀγέλη, περιουσία εἰς κτήνη, ληίδ’ ἀέξειν βουκολίας τ’ ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν Ἡσ. Θ. 444, πρβλ. Θεόκρ. 25. 97, Ἰακ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 330.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ληΐς, -ίδος, δωρ. τ. λαΐς, ἡ (Α)
(επικ. του λεία)
1. αυτό που λαμβάνεται με αρπαγή, η λεία, το λάφυρο
2. (χωρίς την έννοια λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱF-ιδ- (βλ. λεία και απο-λαύω)].
Middle Liddell
ληίς, δοριξ λᾱίς, ίδος [epic for λεία,]
booty, spoil, Hom., etc.; mostly of cattle, Il.; and without notion of plunder, cattle, stock, Hes., Theocr.