παρακεντώ

From LSJ
Revision as of 16:55, 25 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source

Greek Monolingual

-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ
ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα του σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
διακοσμώ με κέντημα
αρχ.
1. τρυπώ, κεντώ στις πλευρές, στα πλάγια
2. αφαιρώ τον καταρράκτη του ματιού
3. πιθ. χτυπώ, πλήττω σε ενέδρα
4. μτφ. χρησιμοποιώ δόλο και απάτη εναντίον κάποιου, συκοφαντώ ή, κατά άλλη ερμηνεία, ανακινώ πλαγίως («πεπλασμένως τὸ πρᾶγμα παρακεντοῦσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κεντῶ «κεντρίζω»].