ταπεινοφροσύνη

From LSJ
Revision as of 21:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινοφροσύνη Medium diacritics: ταπεινοφροσύνη Low diacritics: ταπεινοφροσύνη Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tapeinophrosýnē Transliteration B: tapeinophrosynē Transliteration C: tapeinofrosyni Beta Code: tapeinofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A humility, Ep.Eph.4.2, al.; mean-spiritedness, J.BJ4.9.2, Arr.Epict.3.24.56.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ, das Wesen u. Betragen eines ταπεινόφρων, N. T. In B. A. 462 Erkl. von ἀτυφία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότης φρονήματος, ταπείνωσις, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - φρόνησις, εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
humilité.
Étymologie: ταπεινόφρων.

English (Strong)

from a compound of ταπεινός and the base of φρήν; humiliation of mind, i.e. modesty: humbleness of mind, humility (of mind, loneliness (of mind).

English (Thayer)

(ταπεινόφρων) ταπεινοφρον (ταπεινός and φρήν), humble-minded, i. e. having a modest opinion of oneself: φιλόφρονες. (pusillanimous, mean-spirited, μικρούς ἡ τύχῃ καί περιδηις ποιεῖ καί ταπεινόφρονας, Plutarch, de Alex. fort. 2,4; (de tranquill. animi 17. See Winer's Grammar, § 34,3and references under the word ταπεινοφροσύνη, at the end).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταπεινόφρων, -ονος]
η ιδιότητα του ταπεινόφρονα, μετριοφροσύνη, σεμνότητα
αρχ.
κατάπτωση της διάθεσης, αθυμία.

Greek Monotonic

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότητα φρονήματος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ смирение NT.

Middle Liddell

τᾰπεινοφροσύνη, ἡ,
lowliness, humility, NTest. [from τᾰπεινόφρων]

Chinese

原文音譯:tapeinofrosÚnh 他胚挪-弗羅需尼

詞類次數:名詞(8)

原文字根:卑微-意向 共同

字義溯源:心思謙卑,存心謙卑,謙卑態度,謙虛,謙遜,謙卑;由(ταπεινός)*=喪氣)與(φρήν)*=心思,隔膜)組成

出現次數:總共(7);徒(1);弗(1);腓(1);西(3);彼前(1)

譯字彙編

1) 謙卑(3) 徒20:19; 腓2:3; 彼前5:5;

2) 謙虛(3) 弗4:2; 西2:18; 西3:12;

3) 謙卑態度(1) 西2:23