πυκτίς

From LSJ
Revision as of 21:41, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκτίς Medium diacritics: πυκτίς Low diacritics: πυκτίς Capitals: ΠΥΚΤΙΣ
Transliteration A: pyktís Transliteration B: pyktis Transliteration C: pyktis Beta Code: pukti/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ, as if πτυκτίς,    A picture, AP9.346 (Leon. Alex.).    II parchment codex, Gal.12.423.
πυκτίς (B), ίδος, prob. ἡ, an unknown animal, perhaps the    A badger, v.l. in Ar.Ach.879 (sed leg. πικτίδας).

German (Pape)

[Seite 817] wahrscheinlich ἡ, ein sonst unbekanntes Thier bei Ar. Ach. 844, vielleicht der Biber; v. l. ist πικτίς, welche Dind. vorzieht. ἡ, = πυκτίον, Schreibtafel, γραπτή, Archi. 26 (IX, 346).

Greek (Liddell-Scott)

πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πινακὶς πρὸς γραφήν, Ἀνθ. Π. 9. 346, Γαλην., κτλ.

French (Bailly abrégé)

1ίδος (ἡ) :
γραπτὴ πυκτίς tableau.
Étymologie: πτυκτός, avec dissim.
2ίδος (ἡ) :
dout. p. πικτίς.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
βιβλίο
αρχ.
1. πίνακας ζωγραφικής
2. περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα ίς, -ίδος].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου.

Greek Monotonic

πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πλάκα για γραφή, σε Ανθ.
πυκτίς: -ίδος, πιθ. ἡ, άγνωστο ζώο, ίσως ο κάστορας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πυκτίς: ίδος ἡ πτύσσω писчая дощечка Anth.
ίδος ἡ предполож. бобр Arph.

Middle Liddell

πυκτίς, ίδος, ἡ, = πτυκτίον
a writing tablet, Anth.
πυκτίς, ίδος,
prob. an unknown animal, perh. the beaver, Ar.