φλέψ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ἡ, gen. φλεβός: also masc., φλέβες οἰδαίνοντες (nisi leg. οἰδαίνοντος) Nonn.D.47.111:—
A blood-vessel, whether vein or artery, Il.13.546, Hdt.4.2, 187, A.Fr.230, S.Ph.825; distd. from artery, Hp. Alim.31; φλὲψ κοίλη vena cava, Id.Vict.1.9, E.Ion1011, Arist.HA 497a14; also called φ. μεγάλη, μεγίστη, ib.495b7, 496a26; φ. σπληνῖτις, ἡπατῖτις, ib.512a6; φλέβες σπερματίτιδες Diog.Apoll.6 (also used of the ureters, Hp.Oss.4); γονίμη φλέψ membrum virile, AP 6.218 (Alc.), cf. Neophro (?) in PLit.Lond.77Fr.2.7: so abs., APl.4.261 (Leon.); φλεβὸς τροπωτήρ Xenarch.1.8; φλέβα σχάζειν to open a vein, X.HG5.4.58; λύειν Posidon.72J.; οὗ ἂν ἡ φ. σφύζῃ where the vein throbs, Hp.Epid.2.5.16; αἱ φ. ἐξανίστανται Luc.Bis Acc. 11. 2 vein of metal, X.Vect.1.5, Arist.GC326b35, D.S.2.36, D.P. 1104: spring of water, Arist.Pr.935b10; αἱ φ. τῆς πηγῆς Plb.34.9.7, cf. Supp.Epigr.4.467.5 (Didyma, iii A. D.), Gp.2.5.6. 3 vein in plants, Arist.PA668a25, Thphr.HP1.2.1.
German (Pape)
[Seite 1291] φλεβός, ἡ, 1) die Blutader, im belebten Körper; Il. 13, 546, Her. 4, 2. 187; Soph. Phil. 814, Ar. Th. 694; Plut. u. Folgde. – 2) jede Ader, Wasserader, Metallader, Xen. Vect. 1, 5; Ader im Holz, Stein u. andern Massen, Sp.; – γονίμη φλέψ, das männliche Zeugungsglied, Alc. 8 (VI, 218); auch ohne den Zusatz, Leon. Tar. 21 (Plan. 261); Philp. 5 (VI, 94).
Greek (Liddell-Scott)
φλέψ: ἡ, γεν. φλεβός· ὡσαύτως ἀρσ., φλέβες οἰδαίνοντες Νόνν. Διονυσ. 47. 11· (ἴδε ἐν λ. φλέω)· ― φλέψ, κοινῶς «φλέβα» ἐν ζῶντι σώματι, Ἰλ. Ν. 546, Ἡρόδ. 4. 2, 187, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 230, Σοφ. Φιλ. 825· φλὲψ κοίλη, vena cava, δι’ ἧς τὸ αἷμα ἐπιστρέφει εἰς τὴν καρδίαν, Ἱππ. 344. 30, Εὐριπ. Ἴων 1011 (ἔνθα ἴδε Musgr.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 1· ὡσαύτως καλεῖται καὶ μεγάλη ἢ μεγίστη, ὁ αὐτ. 1. 16. 12., 3. 3, 17, πρβλ. Ἰλ. Ν. 546· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἐν τῷ σώματι σωλήνων ἢ ἀγωγῶν, φ. ἠπατῖτις, σπληνῖτις, Συέννεσις παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7· φλέβες σπερματίτιδες αὐτόθι 15, κλπ., ἴδε Bonitz Πίνακ. Ἀριστ. σ. 824b, κἑξ.· ― φλὲψ γονίμη, τὸ ἀνδρικὸν μόριον, Ἀνθ. Παλατ. 6. 218· οὕτως ἀπολ., Ἀνθ. Πλαν. 261· φλεβὸς τροπωτὴρ Ξέναρχος ἐν «Βουταλίωνι» σ. 1. 8. ἔνθα ἴδε Meinecke· ― φλέβα σχάζειν, ἀνοίγειν, χαράττειν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58· λύειν Ἀθήν. 45F· φλὲψ σφύζει, «κτυπᾷ», τινάσσεται, Ἱππ. 1046C, κλπ.· ἐξανίσταται Λουκ. Δὶς Κατηγ. 11. ― Κατ’ ἀρχὰς πάντα τὰ αἱματοφόρα ἀγγεῖα δηλ. καὶ ἀρτηρίαι καὶ κυρίως φλέβες ἐκαλοῦντο φλέβες· περὶ δὲ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἐγένετο διαστολὴ μεταξὺ τῶν δύο ἴδε ἀρτηρία ΙΙ. 2) ὡς τὸ πηγή, πᾶν εἶδος φλεβός, οἷον μετάλλου ἐν τῇ γῇ, ὡς καὶ νῦν, Ξενοφ. Πόροι 1. 5, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 9, 1, Διόδ. 2. 36· φλὲψ ὕδατος, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Προβλ. 23, 37· αἱ φλέβ. τῆς πηγῆς Πολύβ. 34. 9, 7, πρβλ. Γεωπον. 2. 5, 6. 3) ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἢ ἀγγείων τῶν φυτῶν, ἐν οἷς κυκλοφορεῖται ὁ χυμός, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3, 5, 10, περὶ Φυτ. 1. 3, 2, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
φλεβός (ἡ, p. exc. ὁ)
veine.
Étymologie: R. Φλυ, couler ; cf. lat. fluo.
English (Autenrieth)
φλεβός: vein, the main artery in, Il. 13.546†.
Greek Monolingual
-εβός, ἡ, ΜΑ
βλ. φλέβα.
Greek Monotonic
φλέψ: ὁ, ἡ, γεν. φλεβός (φλέω;),
1. φλέβα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φλέβα σχάζειν, ανοίγω μια φλέβα, σε Ξεν.
2. φλέβα από μέταλλο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φλέψ: φλεβός ἡ
1) жила, кровеносный сосуд, преимущ. вена Hom., Her., Trag., Plat., Arst., Plut.: φ. κοίλη Eur., Arst. или φ. μεγάλη (μεγίστη) Arst. полая вена; φλέβες σφαγίτιδες Arst. яремные вены; αἱ φλέβες ἐξανίστανται Luc. вены вздуваются;
2) бот. жилка (αἱ φλέβες ἐπὶ τῶν φύλλων Arst.);
3) рудоносная жила (Arst.; φ. ἀργυρίτιδος Xen.; φλέβες κατάγειοι Diod.);
4) подпочвенный поток (κατὰ τὰς φλέβας ῥεῖ τὸ ὕδωρ Arst.; αἱ φλέβες τῆς πηγῆς Polyb.);
5) (тж. φ. γονίμη) membrum virile Anth.
Middle Liddell
φλέω?]
1. a vein, Il., etc.; φλέβα σχάζειν to open a vein, Xen.
2. a vein of metal, Xen.
Frisk Etymology German
φλέψ: -εβός
{phléps}
Grammar: f.
Meaning: Blutader (seit Ν 546), auch übertr. ‘Metall-, Quellader’ (X., Arist., Plb. usw.), Pflanzenader (Hp., Thphr.; ausführlich Strömberg Theophrastea 134ff.).
Composita : Kompp., z.B. φλεβοτομέω (: φλέβα τέμνω) Ader lassen mit -τομία, ion. -ίη f. das Aderlassen (Hp. usw.), -τόμησις, -τομική (sp. Mediz.), -τόμον n. Werkzeug zum Aderlassen (sp. Mediz., Luk.); ἐπίφλεβος die Adern oben drauf habend, mit hervorstehenden Adern (Hp., Arist.), auch μελανόφλεβες pl. mit schwarzen Adern (Aret.); zur Form des Hinterglieds Sommer Nominalkomp. 95.
Derivative: Davon φλέβιον n. kleine Ader (Hp., Pl. Ti., Arist., Str.), -ώδης voll Adern, wie Adern (Hp., Arist., Thphr. u.a.), -ικός zu den Adern gehörig (Arist.), -άζοντες· βρύοντες (EM, Phot.).
Etymology : Da die idg. Benennungen der Ader stark wechseln, dürfte das isolierte φλέψ eine griechische Neubildung sein. Seit langem (s. Curtius 300 ff.) mit einer Menge Wörter auf φλ-(φλαδεῖν, φλέω, φλύω, φλύκταινα usw. usw.) verbunden; ebenso in moderner Ausformung Persson Beitr. 1, 54ff., 2, 879 (WP. 2, 215, Pok. 155) mit besonderer Heranziehung von ahd. bolca, bulchunna bulla. Es soll sich um eine gʷ-Erweiterung der Wz. bhel- aufblasen, aufschwellen (s. φαλλός) handeln. Das ungelöste Rätsel liegt eben in dieser "Erweiterung".
Page 2,1025