δανειστής
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A money-lender or creditor, IPE12.32B84 (Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.). II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.
German (Pape)
[Seite 522] ὁ, der Geld auf Zinsen ausleiht, Gläubiger, Dem. 32, 12; Plut. Sol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς δάνειον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
usurier.
Étymologie: δανείζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): δανιστ- LXX Pr.29.13, TAM 5(1).231.11 (III d.C.)
1 prestamista o acreedor D.34.7, IEphesos 4A.37, 38 (III a.C.), LXX 4Re.4.1, IPE 12.32B.84 (Olbia III/II a.C.), Ph.2.284, I.AI 9.47, 50, 18.147, Plu.Sol.13, Luc.20, Luc.Cat.17, Eu.Luc.7.41, Artem.3.41, POxy.68.25 (II d.C.), 3741.60 (IV d.C.), PIFAO 3.54.3 (II d.C.), TAM l.c., Alciphr.1.13.1, Hierocl.Facet.50, Iust.Nou.97.3, 119.6
•usurero Plaut.Epid.53, 115, Mos.537, 623, Ps.287, ψιλὸς δ. prestamista que no exige garantía hipotecaria, CPR 1.3.5 (III d.C.) en BL 1.111.
2 prestatario, deudor privado IG 22.1635.80 (IV a.C.), PGrenf.2.21.21 (II a.C.), cf. Hsch.
•comisario del préstamo en representación de la ciu. IG 12(7).67.41, 68.4 (ambas Amorgos IV/III a.C.).
English (Strong)
from δανείζω; a lender: creditor.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) δανείζω
αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο
αρχ.
εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα.
Greek Monotonic
δᾰνειστής: -οῦ, ὁ (δανείζω), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), πιστωτής, σε Πλούτ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δανειστής -οῦ, ὁ [δανείζω] gelduitlener, geldschieter.
Middle Liddell
δανείζω
a money-lender, Plut., NTest.
Chinese
原文音譯:daneist»j 打尼士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:借貸(者)
字義溯源:債主,放利者;源自(δανείζω / δανίζω)=有息借貸);而 (δανείζω / δανίζω)出自(δάνειον / δάνιον)=貸款), (δάνειον / δάνιον)又出自(Δανιήλ)X*=禮物)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 債主(1) 路7:41