παραφωνία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, A harmony. Bacch.Harm.61.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, Nebenton, der mitklingende Ton, wie die Octave, s. Böckh comm. de metr. Pind. p. 254. – Mißton (?).
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ παράφωνος
νεοελλ.
1. μουσ. φθόγγος που ηχεί παρά τους κανόνες του ρυθμού και της αρμονίας, παρατονία, δυσαρμονία, φάλτσο
2. μτφ. διαφωνία, ασυμφωνία, δυσάρεστη αντίθεση
αρχ.
μουσ. η συνήχηση τών φθόγγων, η αρμονία, καθώς και η μελωδική διαδοχή γειτονικών διαστημάτων, όπως της τετάρτης και της πέμπτης.