προσμαρτυρέω

From LSJ
Revision as of 18:23, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμαρτῠρέω Medium diacritics: προσμαρτυρέω Low diacritics: προσμαρτυρέω Capitals: ΠΡΟΣΜΑΡΤΥΡΕΩ
Transliteration A: prosmartyréō Transliteration B: prosmartyreō Transliteration C: prosmartyreo Beta Code: prosmarture/w

English (LSJ)

   A bear witness in addition, π. τούτους εἶναι κληρονόμους Is.6.45; confirm by evidence, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην D.45.12, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι Plu.Arist.25, etc.: c. dat., bear additional witness to, confirm a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς Plb.3.89.4, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι . . PCair.Zen.288.7 (iii B.C.), cf. S.E.M.7.212.    2 ascribe, πάντα τῷ θεῷ J.AJ5.8.9.    II Astrol., to be also in aspect, Procl.Par.Ptol.249, Man.4.384.

German (Pape)

[Seite 772] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.

Greek (Liddell-Scott)

προσμαρτῠρέω: φέρω μαρτυρίαν προσέτι, μαρτυρῶ προσέτι, π. τι εἶναι Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, φέρω πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί τι témoigner de qch en faveur de qqn.
Étymologie: πρός, μαρτυρέω.

Greek Monotonic

προσμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
I. επιβεβαιώνω με μαρτυρία, σε Δημ.
II. αμτβ., προσμαρτυρέω τινί, φέρνω πρόσθετη μαρτυρία για κάτι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσμαρτῠρέω: подкреплять свидетельством, подтверждать (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] getuigenis afleggen.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to confirm by evidence, Dem.
II. intr., πρ. τινί to bear additional witness to a thing, Polyb.