Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγχράω

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχράω Medium diacritics: ἐγχράω Low diacritics: εγχράω Capitals: ΕΓΧΡΑΩ
Transliteration A: enchráō Transliteration B: enchraō Transliteration C: egchrao Beta Code: e)gxra/w

English (LSJ)

and ἐγχραύω, Ep. ἐνιχραύω Nic.Th.277:—like ἐγχρίμπτω,

   A dash against, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75; κυνόδοντά τισι Nic. l. c.    II Pass., ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοι) there were wars undertaken... Hdt.7.145 (prob. f.l. for ἐγκεκρημένοι).

German (Pape)

[Seite 714] dasselbe, v. l. Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχράω: καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ ἐγχρίμπτω ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις τύπος ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ ἐγχειρέω).

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἐγκεχρημένος;
porter un coup, diriger une attaque contre.
Étymologie: p. *ἐγχράϜω, de ἐν, χραύω.

Greek Monotonic

ἐγχράω: και -χραύω, όπως το ἐγχρίμπτω, ωθώ, Λατ. impingere, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ., ἦσαν ἐγκεχρημένοι (ενν. πόλεμοι), υπήρχαν πόλεμοι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχράω: Her. v. l. = ἐγχραύω.

Middle Liddell

and -χραύω like ἐγχρίμπτω
to dash against, Lat. impingere, Hdt.:—perf. part. pass., ἔσαν ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοἰ there were wars urged on, Hdt.