ἐγκαταπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταπήγνῡμι Medium diacritics: ἐγκαταπήγνυμι Low diacritics: εγκαταπήγνυμι Capitals: ΕΓΚΑΤΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enkatapḗgnymi Transliteration B: enkatapēgnymi Transliteration C: egkatapignymi Beta Code: e)gkataph/gnumi

English (LSJ)

   A thrust firmly in, ξίφος . . κουλεῷ ἐγκατέπηξ' Od.11.98; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν planted or fixed them in, Il.9.350; τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐ. having fixed it on, Hdn.1.13.4.    2 sheathe, ξίφος Plu.2.313e.

German (Pape)

[Seite 706] (s. πήγνυμι), fest hineinstoßen; ξίφος κουλεῷ Od. 11, 98; Sp.; κεφαλὴν δόρατι, den Kopf auf den Speer stecken, Hdn. 1, 13; abs., ἐγκαταπήγνυσι τὸ ξίφος, läßt das Schwert in der Wunde stecken, Plut. parall. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐντίθημι, ξίφος... κουλεῷ ἐγκατέπηξ’ Ὀδ. Λ. 98· ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν, ἐνέπηξεν, ἐστερέωσεν αὐτούς, Ἰλ. Ι. 350· τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐγκαταπήξας, ἐμπήξας αὐτὴν ἐπὶ δόρατος, Ἡρωδιαν. 1. 13.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐγκατέπηξα;
ficher dans, enfoncer dans : ξίφος κουλεῷ ἐγκ. OD ou abs. ἐγκ. τὸ ξίφος PLUT remettre un glaive au fourreau.
Étymologie: ἐν, καταπήγνυμι.

Spanish (DGE)

1 introducir, meter ξίφος ... κουλεῷ Od.11.98
clavar ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il.9.350, τὸ ξίφος Dosith.Hist.6, τὴν κεφαλὴν δόρατι la cabeza en una lanza Hdn.1.13.4.
2 implantar fig. ἵνα ... τὴν ἀσέβειαν ἐγκαταπήξωσι Ath.Al.Apol.Sec.17.3, c. dat. loc. ἐγκαταπέπηκται ... τῷ ἐν ἡμῖν λογικῷ καὶ ἡ ... ὀρθὴ ... κρίσις está implantada en nuestra razón la recta capacidad de juzgar Cyr.Al.M.68.740A.

Greek Monolingual

ἐγκαταπήγνυμι (AM)
1. μπήγω, χώνω γερά σε κάτι
2. βάζω το ξίφος στη θήκη του.

Greek Monotonic

ἐγκαταπήγνυμι: μέλ. -πήξω, σπρώχνω σταθερά, αποφασιστικά, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταπήγνῡμι: (aor. ἐγκατέπηξα)
1) всовывать, вкладывать (ξίφος κουλεῷ Hom.);
2) вонзать (в тело) (τὸ ξίφος Plut.).

Middle Liddell

fut. -πήξω
to thrust firmly in or into, c. dat., Od.