ὑπόψυχρος

From LSJ
Revision as of 12:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόψυχρος Medium diacritics: ὑπόψυχρος Low diacritics: υπόψυχρος Capitals: ΥΠΟΨΥΧΡΟΣ
Transliteration A: hypópsychros Transliteration B: hypopsychros Transliteration C: ypopsychros Beta Code: u(po/yuxros

English (LSJ)

ον,

   A somewhat cold, coolish, Hp.Epid.1.18, Gal.6.655.    2 chilling, Hp.Acut.62.    3 metaph., ὑ. τὰς φύσεις Ptol. Tetr.56.    4 rather lacking in humour, flat, κωμικοί Suid. s.v. Λύκις; προοίμιον Anon. in Tht.3.30; rather absurd, ζήτημα ὑ. Hermog. Stat.12; ὑ. τὸ λέγειν ὡς . . A.D.Pron.83.22; σύμπτωσις φωνηέντων ὑπόψυχρος Phld.Rh.1.163 S.

German (Pape)

[Seite 1241] ein wenig kalt, kühl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόψυχρος: -ον, ὀλίγον ψυχρός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 954. 2) ψυχρός, ἐπιφέρων ῥῖγος, παγερός, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) μεταφορ., οἱ τὴν ἕξιν ὑπ. Φιλοστρ. Γυμν. σ. 4. Kayser· κωμικοὶ ὑπόψυχροι, Σουΐδ. ἐν λ. Λύκις.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόψυχρος, -ον, ΝΜΑ
κάπως ψυχρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός
2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα)
β) παράλογος, ανόητος, γελοίοςζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψυχρός.