πέπλωμα

From LSJ
Revision as of 13:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπλωμα Medium diacritics: πέπλωμα Low diacritics: πέπλωμα Capitals: ΠΕΠΛΩΜΑ
Transliteration A: péplōma Transliteration B: peplōma Transliteration C: peploma Beta Code: pe/plwma

English (LSJ)

ατος, τό, in Trag.,

   A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).

German (Pape)

[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ένδυμα, φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)].

Greek Monotonic

πέπλωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το πεπλόω), ένδυμα, σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.

Russian (Dvoretsky)

πέπλωμα: ατος τό Trag. = πέπλος 2.

Middle Liddell

πέπλωμα, ατος, τό, [as if from πεπλόω]
a robe, Trag.

English (Woodhouse)

dress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)