ἀπόκρουσις
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποκρούομαι Pass.)
A retiring, waning, τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Alex. Trall.8.2, PMag.Leid.V.11.28, Horap.1.4, etc.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, das Ab-, Zurückstoßen, Sp.; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρουσις: -εως, ἡ, (ἀποκρούομαι, παθ.) ὑποχώρησις, ἐλάττωσις, τῆς σελήνης Κλήμ. Ἀλ. 814, κτλ.· οὕτω καὶ ὁ Προκλ. ὁμιλεῖ περὶ σελήνης ἀποκρουστικῆς, ὅταν εὑρίσκηται ἐν τῇ μειώσει αὑτῆς. ΙΙ. ἡ κυρία σημασία τῆς λέξεως, ἀπώθησις, εὕρηται μόνον παρὰ Βυζ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. rechazo ref. a la acción de los medicamentos, Gal.12.494.
2 astr. acción de menguar ref. al cuarto menguante τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Heph.Astr.2.31.17, cf. Clem.Al.Strom.6.16.143, PMag.12.378, Horap.1.4.