ἐπίσκιος

From LSJ
Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκῐος Medium diacritics: ἐπίσκιος Low diacritics: επίσκιος Capitals: ΕΠΙΣΚΙΟΣ
Transliteration A: epískios Transliteration B: episkios Transliteration C: episkios Beta Code: e)pi/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά)

   A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b.    II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.

Greek Monolingual

ἐπίσκιος, -ον (Α)
1. σκιερός, σκοτεινόςτόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)
2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)
3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].

Greek Monotonic

ἐπίσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιερός, σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται σε σκιά, σκιασμένος, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων ἐπίσκιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκιος:
1) затененный, тенистый, темный (τόπος Plat., Arst., Plut.);
2) осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. χείρ Soph.);
3) уединенный, безвестный (βίος Plut.);
4) тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).

Middle Liddell

ἐπί-σκιος, ον σκιά
I. shaded, dark, obscure, Plat.
II. act. shading, c. gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος Soph.