διχορραγής
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι)
A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.
Spanish (DGE)
(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.
Greek Monolingual
διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.
Greek Monotonic
δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).
Middle Liddell
adj ῥήγνυμι
broken in twain, Eur.