κανηφορία

From LSJ
Revision as of 18:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορία Medium diacritics: κανηφορία Low diacritics: κανηφορία Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kanēphoría Transliteration B: kanēphoria Transliteration C: kaniforia Beta Code: kanhfori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.

Greek Monolingual

κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.

Greek Monotonic

κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορία: ἡ культ. ношение священных корзин Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.

Middle Liddell

κᾰνηφορία, ἡ,
the office of κανηφόρος, Plat. [from κᾰνηφόρος]