κλῶσμα

From LSJ
Revision as of 09:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῶσμα Medium diacritics: κλῶσμα Low diacritics: κλώσμα Capitals: ΚΛΩΣΜΑ
Transliteration A: klō̂sma Transliteration B: klōsma Transliteration C: klosma Beta Code: klw=sma

English (LSJ)

ατος, τό, (κλώθω)    A clue, Nic.Fr.72.1, Paus.6.26.7.    2 thread, LXXNu.15.38.    3 metaph., thread of fate, κλώσματα θεῖα τελῶν IG12(7).123 (Amorgos).

German (Pape)

[Seite 1459] τό, das Gespinnst; Nic. Ath. IX, 372 e; Paus. 6, 26, 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῶσμα: τό, τὸ κεκλωσμένον, νῆμα, κλωστή, Νικ. παρ’ Ἀθήν. 372Ε, Παυσ. 6. 26, 7.

Greek Monolingual

το (AM κλῶσμα) κλώθω
1. κλωστή, νήμα
2. κλώση
νεοελλ.
1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα
2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή του εμβόλου τών σχοινιών
νεοελλ.-μσν.
(για ποταμό) στροφή, στριφογύρισμα
μσν.
1. έγνοια, στενοχώρια
2. γύρισμα ή αλλαγή της τύχης
αρχ.
το νήμα της μοίρας.