ἔνθρυπτος

From LSJ
Revision as of 16:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθρυπτος Medium diacritics: ἔνθρυπτος Low diacritics: ένθρυπτος Capitals: ΕΝΘΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: énthryptos Transliteration B: enthryptos Transliteration C: enthryptos Beta Code: e)/nqruptos

English (LSJ)

ον,

   A crumbled and put into liquid: τὰ ἔ. sops or perh. a kind of cake, D.18.260, cf. SIG1016.4 (Iasos), Poll.6.77, Hsch. s.v. ἀττανίδες, AB250.    II Ἔνθρυπτος, title of Apollo at Athens, Hsch.

German (Pape)

[Seite 843] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit ἐνθρυμματίς zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς. Vgl. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυπτος: -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ Ἀπόλλων δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
émietté et plongé dans un liquide.
Étymologie: ἐν, θρύπτω.

Spanish (DGE)

-ον
1 gastron., gener. neutr. plu. subst. τὰ ἔνθρυπτα pasteles o bizcochos borrachos, empapados en vino μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα D.18.260, cf. Aristid.Or.3.665, Poll.6.77, en cont. relig. o ritual, ofrecidos a Zeus IIasos 220.4 (IV a.C.), en rituales de Démeter, Phot.ε 948
ofrecidos en las bodas a los recién casados, Hsch.s.u. λεκανίδες
tb. masc. ἔνθρυπτοι Hsch.s.u. ἀτταλίδες
tal vez ciertas gachas ἔνθρυπτα· ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς AB 250, cf. ἐναυλήματα.
2 al que se ofrendan pasteles epít. de Apolo en Atenas, Harp. y Hsch.s.u. ἔνθρυπτα, Phot.ε 947.

Greek Monolingual

ἔνθρυπτος, -ον (Α) θρυπτός
1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα
είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί
3. το αρσ. ως ουσ.ἔνθρυπτος
επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.

Greek Monotonic

ἔνθρυπτος: -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.

Middle Liddell

ἔνθρυπτος, ον θρύπτω
crumbled and put into liquid: τὰ ἔνθρυπτα sops, Dem.