προτυπόω

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτῠπόω Medium diacritics: προτυπόω Low diacritics: προτυπόω Capitals: ΠΡΟΤΥΠΟΩ
Transliteration A: protypóō Transliteration B: protypoō Transliteration C: protypoo Beta Code: protupo/w

English (LSJ)

   A form or mould beforehand, θεὸς π. τὸν γενικὸν ἄνθρωπον Ph.1.69, cf. Gal.5.418:—Med., form for oneself, Hld.9.25; figure to oneself, conceive, Luc.Par.40:—Pass., ἐς ἀρετὴν π. Phld.Mus.p.77 K.; οὕτως τῆς τάξεως -τετυπωμένης ἵνα . . OGI458.15 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 794] vorher abbilden, eine Vorstellung von etwas Zukünftigem geben, u. med. sich Etwas vorstellen; προτυπωσώμεθα παρ' ἡμῖν αὐτοῖς, worauf acc. c. inf. folgt, Luc. Parasit. 40; ψυ χῆς τὰ μέλλοντα εἴδωλα προτυπουμένης, Heliod. 9, 25.

Greek (Liddell-Scott)

προτῠπόω: σχηματίζω, μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ ἦθος Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., σχηματίζω δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· εἰκονίζω εἰς ἐμαυτόν, συλλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι πρότυπον, Ἀνθ. Π. 1. 59.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 modeler ou former auparavant;
2 représenter, symboliser;
Moy. προτυπόομαι-οῦμαι se représenter un modèle de, se figurer, acc. ; avec l’inf..
Étymologie: πρό, τυπόω.

Greek Monotonic

προτῠπόω: μέλ. -ώσω, σχηματίζω εκ των προτέρων — Μέσ., σχηματίζω για τον εαυτό μου, συλλαμβάνω, επινοώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προτῠπόω:
1) воображать: φέρε προτυπωσώμεθα παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς Luc. давай представим себе;
2) служить прообразом (τι Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τυπόω, med. zich een beeld vormen, zich voorstellen: met inf.. προτυπωσώμεθα... ἠγγέλθαι laten we ons voorstellen dat er bericht is dat... Luc. 33.40.

Middle Liddell

fut. ώσω
to mould beforehand: Mid. to figure to oneself, conceive, Luc.