βροχίς

From LSJ
Revision as of 16:57, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχίς Medium diacritics: βροχίς Low diacritics: βροχίς Capitals: ΒΡΟΧΙΣ
Transliteration A: brochís Transliteration B: brochis Transliteration C: vrochis Beta Code: broxi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of βρόχος, Opp.H.3.595; of a spider's    A web, AP9.372 (pl.).    II (βρέχω) ink-horn, ib.6.295 (Phan.).    III a measure of length, IG12(3).1232.10 (Melos).

German (Pape)

[Seite 465] ίδος, ἡ, 1) die Schlinge = βρόχος, zu dem es Diminutivform, Ant. Sid. 62 (IX, 76); Netz, Opp. H. 3, 595. – 2) Gefäß zum Benetzen, εὐμέλανος, Tintenfaß, Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

βροχίς: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 595, Ἀνθ. II. 9. 372. ΙΙ. (βρέχω) μελανοδοχεῖον (ἐκ κέρατος), Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙΙ. μέτρον τι μήκους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2439c.

French (Bailly abrégé)

1ίδος (ἡ) :
écritoire.
Étymologie: βρέχω.
2ίδος (ἡ) :
1 petit lacet à nœud coulant;
2 filet de pêche.
Étymologie: βρόχος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
lazopara cazar, Opp.C.2.308, AP 9.76 (Antip.Sid.)
red para pescar, Opp.H.3.595, Hld.5.18.4, λύσας δ' ἐκ βροχίδων de una telaraña AP 9.372, cf. βρόχος.
-ίδος, ἡ
vasija εὐμέλανος β. tintero, AP 6.295 (Phan.)
prob. de una urna funeraria IG 12(3).1232.10 (Melos, imper.).

• Etimología: v. βρέχω.

Greek Monolingual

(I)
βροχίς, η (AM) βρόχος
παγίδα
αρχ.
ο ιστός της αράχνης.
(II)
βροχίς, η (Α) βροχή
μελανοδοχείο.

Greek Monotonic

βροχίς: ἡ,
I. υποκορ. του βρόχος, σε Ανθ.
II. (βρέχω), κεράτινο μελανοδοχείο, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βροχίς: ίδος ἡ βρέχω чернильница Anth.
ίδος ἡ βρόχος небольшая петля Anth.

Middle Liddell


I. Dim. of βρόχος, Anth.
II. (βρέχω) an ink-horn, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροχίς -ίδος, ἡ βροχή inktpot (gemaakt van een hoorn).