ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Full diacritics: λῡποτόκος | Medium diacritics: λυποτόκος | Low diacritics: λυποτόκος | Capitals: ΛΥΠΟΤΟΚΟΣ |
Transliteration A: lypotókos | Transliteration B: lypotokos | Transliteration C: lypotokos | Beta Code: lupoto/kos |
ον, A pain-producing, ἐκτὸς ἐὼν δακρύων καὶ λυποτόκων ὀδυνάων BCH4.406 (Halic.).
λυποτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά, που προξενεί λύπη, λυπηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος.