συνομαρτέω
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
A follow along with, attend on, τινι Sol.13.55, Perict. ap. Stob.4.28.19, Aret.SD1.9, Jul.Or.7.210a: abs., σὺν δ' ὁμαρτοῦσιν φίλοι E.Or.950.
Greek (Liddell-Scott)
συνομαρτέω: συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accompagner.
Étymologie: σύν, ὁμαρτέω.
Greek Monotonic
συνομαρτέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοινού, παρακολουθώ, τινί, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνομαρτέω:
1) сопровождать (σὺν᾽ δ᾽ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Eur.);
2) следовать: σ. τινι Plut. следовать за чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομαρτέω [σύν, ὁμαρτέω] begeleiden, met dat.; abs.
Middle Liddell
fut. ήσω
to follow along with, attend on, τινί Solon.; absol., Eur.