πατροκασίγνητος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ὁ, A father's brother, Il.21.469, Od.6.330, 13.342, Hes. Th.501.
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, Vaters Bruder, Oheim, Il. 21, 469 Od. 13, 342; Hes. Th. 501; sp. D., wie Orph. Arg. 832.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκᾰσίγνητος: ὁ, ὁ τοῦ πατρὸς ἀδελφός, Ἰλ. Φ. 469, Ὀδ. Ζ. 330, Ν. 342, Ἡσ. Θ. 510. πρβλ. πατράδελφος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oncle paternel.
Étymologie: πατήρ, κασίγνητος.
English (Autenrieth)
father's brother, uncle. (Od. and Il. 21.469.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αδελφός του πατέρα, ο θείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κασίγνητος «αδελφός»].
Greek Monotonic
πατροκᾰσίγνητος: ὁ, αδελφός του πατέρα, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πατροκᾰσίγνητος: ὁ брат отца, дядя с отцовской стороны Hom., Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροκασίγνητος -ου, ὁ [πατήρ, κασίγνητος] oom (van vaderskant).