ἑστιάτωρ

From LSJ
Revision as of 16:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστιᾱτωρ Medium diacritics: ἑστιάτωρ Low diacritics: εστιάτωρ Capitals: ΕΣΤΙΑΤΩΡ
Transliteration A: hestiátōr Transliteration B: hestiatōr Transliteration C: estiator Beta Code: e(stia/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A one who gives a banquet, host, Pl.R.421b, Ti.17a, Charond. ap. Stob.4.2.24, Ph.2.70, Them.Or.24.301a.    2 at Athens, the citizen on whom the liturgy of ἑστίασις (q.v.)fell,D.20.21,39.7.    b at Delphi, manager of the commissariat at the Pythais, SIG711 D217, al. (ii B. C.).    3 metaph., ἑ. τοῦ λόγου Philostr.VA6.10.    II guest, Posidon.9 J.    III ἱστιάτορες, οἱ, office-bearers of a religious association (ὀργεῶνες), IG 22.1259 (iv B. C.) ; = ἐσσῆνες (A) 1, at Ephesus, Paus.8.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑστιάτωρ· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, ἤγουν τροφεύς». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς ἑαυτοῦ συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. ἑστίασις, ἑστιάω. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος ἕκαστος ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 540C.

French (Bailly abrégé)

ορός (ὁ) :
celui qui donne un repas comme maître de maison.
Étymologie: ἑστιάω.

Greek Monotonic

ἑστιάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει συμπόσιο, οικοδεσπότης, αυτός που προσκαλεί σε γεύμα ή δείπνο, αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο πολίτης που ήταν σειρά του να παραθέσει δείπνο στη φυλή του, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἑστιάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ
1) устроитель званого обеда, хозяин Plat.;
2) устроитель обеда для членов своей филы (см. ἑστίασις
2) Dem.

Middle Liddell

ἑστιά¯τωρ, ορος, [from ἑστιάω
one who gives a banquet, a host, Plat.:—at Athens, the citizen whose turn it was to give a dinner to his tribe, Dem.

English (Woodhouse)

at a dinner

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)