κατατρύω

From LSJ
Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρύω Medium diacritics: κατατρύω Low diacritics: κατατρύω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΩ
Transliteration A: katatrýō Transliteration B: katatryō Transliteration C: katatryo Beta Code: katatru/w

English (LSJ)

= foreg., in Med.,    A κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic.Al.593:— Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob.l.in X.Cyr.5.4.6.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.

French (Bailly abrégé)

c. κατατρύχω.

Greek Monolingual

κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].

Greek Monotonic

κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρύω afmatten.

Middle Liddell

= κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι