σχετλιαστικός

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετλιαστικός Medium diacritics: σχετλιαστικός Low diacritics: σχετλιαστικός Capitals: ΣΧΕΤΛΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: schetliastikós Transliteration B: schetliastikos Transliteration C: schetliastikos Beta Code: sxetliastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A expressive of anger, A.D.Pron.34.30, al.; ἔννοια Hermog.Id.2.7; σχήματα Aps.Rh.p.333 H.; ἐπίρρημα Sch.Ar.Nu.1.

German (Pape)

[Seite 1055] zum Klagen, Jammern, Zürnen gehörig, geneigt; τὰ σχετλιαστικά, die Interjectionen, die Unwillen ausdrücken, Gramm., z. B. Schol. Ar. Nubb. 1.

Greek (Liddell-Scott)

σχετλιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., ἐπίρρημα Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ σχετλιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σχετλιάζω
αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, παράπονο ή αγανάκτηση και οργή («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν οδύνη ή αγανάκτηση όπως οἴμοι, φεῡ, αλίμονο, αχ, πω πω κ.λπ.)
επίρρ...
σχετλιαστικώς / σχετλιαστικῶς ΝΜ, και σχετλιαστικά Ν
με σχετλιαστικό τρόπο.