ταώς

From LSJ
Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰώς Medium diacritics: ταώς Low diacritics: ταώς Capitals: ΤΑΩΣ
Transliteration A: taṓs Transliteration B: taōs Transliteration C: taos Beta Code: taw/s

English (LSJ)

or τᾰῶς, ὁ, Ar.Av.102,269, Arist.HA488b24, al.; gen. ταώ or    A ταῶ Alex.100.14, Inscr.Délos 290.4 (iii B.C.); acc. ταών or ταῶν Eup. 36: pl., nom. ταῴ Arist.HA564a31; ταοί Menodot. ap. Ath.14.655a; gen. ταῶν Antiph.205; acc. ταώς or ταῶς Id.175.5:—but also nom. ταών Aesop.397b; gen. ταῶνος Arist.HA559b29, Gal.6.701, Gp.14.7.28; dat. ταῶνι Ar.Av.884: pl., nom. ταῶνες v.l. in Arist.HA564a31; gen. ταώνων LXX 3 Ki.10.22; dat. ταῶσι Ar.Ach.63; acc. ταῶνας Com.Adesp.59, Plu.Per.13:—the form ταός is non-existent acc. to Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.284 H.:—peacock, Pavo cristatus, ll. cc.: metaph. of coxcombs, Ar.Ach. l.c., cf. Stratt.27, Luc.Nigr. 13.    II name of a gem, Plin.HN37.187.    III name of a fish, Philostr.VA3.1. (Acc. to Tryphoap.Ath.9.397e, the Athenians pronounced it with an aspirate, ταὧς λέγουσιν Ἀθηναῖοι τὴν τελευταίαν συλλαβὴν περισπῶντες καὶ δασύνοντες; the bird was a native of India (ταῶς ἐξ Ἰνδίας Luc. Nav.23); hence ταὧς and Lat. pavus, pavo, perh. also Hebr. tukkîyîm 'peacocks', may be borrowed from the same oriental source.)

French (Bailly abrégé)

ώ (ὁ) :
paon, oiseau.
Étymologie: cf. ταών.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ταώς, και αττ. τ. ταώς, και ταών, Α
γένος ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό πτέρωμα, κν. σήμερα παγώνι
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ταώς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ κοντά στον νότιο ουράνιο πόλο
αρχ.
1. είδος πολύτιμου λίθου
2. ονομασία είδους ψαριών
3. μτφ. (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το πουλί ταώς «παγώνι» εισήχθη στην Ελλάδα από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο δάνειο, εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. pāvō. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. ταώς όσο και το λατ. pāvō εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά τ- και p- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η άποψη αυτή, πάντως, δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. toghai της γλώσσας Τάμιλ. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα είδος ψαριού, το οποίο, λόγω της ποικιλίας τών χρωμάτων του, θυμίζει το παγώνι].

Greek Monotonic

ταώς: ή ταῶς (μερικές φορές γραφόμενο ταὧς), ὁ· γεν. ταώ ή ταῶ· αιτ. ταών ή ταῶν· πληθ., ονομ. ταῴ ή ταῷ· γεν. ταῶν· αιτ. ταώς ή ταῶς· αλλά επίσης (όπως από ονομ. ταών), δοτ. πληθ. ταῶσι, αιτ. ταῶνας· παγώνι, Λατ. pavo, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για τους αλαζόνες ανθρώπους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ταώς: ώ ὁ Arst. = ταῶν.

Middle Liddell


a peacock, Lat. pavo, Ar., etc.: metaph. of coxcombs, Ar.

Frisk Etymology German

ταώς: {taṓs}
Forms: att. ταὧς (nach Trypho ap. Ath. 9, 397e; zur inneren Aspiration Schwyzer 219), auch ταών, Gen. ταώ (ταὧ), ταῶνος usw.
Meaning: Pfau (att. Kom., Antiph., Arist., hell. u. sp.), auch als Fischname (Philostr.; wegen der Farbe, Strömberg 119).
Derivative: Davon ταών-(ε)ιος vom Pfau (Luk.), -ικός pfauenfarbig (Alex. Aphr.), ταΐτης m. N. eines Steins = πάγρους (Kyran.; Redard 62).
Etymology : Samt lat. pāvō, pāvus aus unbekannter orientalischer Quelle (vgl. tamil toghai?). Zur Geschichte usw. des Pfaus Schrader-Nehring Reallex. 2, 163f., zum Namen auch W.-Hofmann s. v. Aus dem Lat. ahd. pfāwo u. andere europ. Formen. Über orientalische Ableger von ταώς s. Spies IF 62, 202 m. Lit.
Page 2,862