ζημιώδης

From LSJ
Revision as of 21:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιώδης Medium diacritics: ζημιώδης Low diacritics: ζημιώδης Capitals: ΖΗΜΙΩΔΗΣ
Transliteration A: zēmiṓdēs Transliteration B: zēmiōdēs Transliteration C: zimiodis Beta Code: zhmiw/dhs

English (LSJ)

ες,    A causing loss, ruinous, Id.Cra.417d, Lg.650a, X.Mem.3.4.11. Adv. -δῶς, censured by Poll.8.147.

German (Pape)

[Seite 1139] ες, Nachtheil bringend, Xen. Mem. 3, 4, 11; μισθός Plat. Legg. I, 650 a; = βλαβερός, Crat. 417 d u. A. – Adv., Poll. 8, 147.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιώδης: -ες, (εἶδος) πρόξενος ζημίας, ἐπιζήμιος, βλαβερός, Πλάτ. Κρατ. 417D, Νόμ. 650Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὡς δίσφθεγκτον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Η΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
dommageable, ruineux.
Étymologie: ζημία, -ωδης.

Greek Monolingual

ζημιώδης, -ῶδες (Α) ζημία
αυτός που προξενεί ζημιές, ο επιζήμιος.
επίρρ...
ζημιωδῶς (Α)
με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.

Greek Monotonic

ζημιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που προκαλεί απώλεια ή ζημία, επιζήμιος, βλαβερός, επιβλαβής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζημιώδης: приносящий вред, наносящий ущерб (βλαβερὸς καὶ ζ. Plat.; ζημιῶδες τι ἐπιτάττειν τινί Plut.): ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους Plat. не подвергая (себя) разорительному штрафу, перен. не ставя себя в опасное положение.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζημιώδης -ες [ζημία, -ειδης] schadelijk, rampzalig:. ἀλυσιτελές τε καὶ ζημιῶδες onvoordelig en schadelijk Xen. Mem. 3.4.11.

Middle Liddell

ζημι-ώδης, ες εἶδος
causing loss, ruinous, Xen.

English (Woodhouse)

harmful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)