τριοττίς

From LSJ
Revision as of 09:08, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοττίς Medium diacritics: τριοττίς Low diacritics: τριοττίς Capitals: ΤΡΙΟΤΤΙΣ
Transliteration A: triottís Transliteration B: triottis Transliteration C: triottis Beta Code: triotti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, necklace with    A three pendants like eyes (cf. τρίγληνος), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:— a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and EM766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοττίς: -ίδος, ἡ, κυρίως τριόφθαλμος, ὄνομα πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. τρίγληνος), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. αὐτόθι· - ὡσαύτως μνημονεύεται ὁ τύπος τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριοπίς· τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».

Greek Monolingual

-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Frisk Etymology German

τριοττίς: {triottís}
See also: s. ὄσσε.
Page 2,933