ὕπερος
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ὁ, or ὕπερον, τό, v. infr.:—
A pestle, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Hes. Op.423; λεήναντες ὑπέροισι Hdt.1.200; ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, prov. of never-ending and ineffectual labour, Pl.Com.1, cf. Pl.Tht.209e, Philem.30, Plu.2.1072b; so εἰ ἐς ὅλμον ὕδωρ ἐκχέας ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττοι Luc.Herm.79; ὕπερα σιδηρᾶ Poll.7.107, with which Bgk. compared . . έροις σιδηροῖς, the mutilated title of a successful comedy in IG14.1097. II anything shaped like a pestle, 1 club, cudgel, Plu.Alex.63, Luc.Demon.48. 2 lever for stretching dislocated joints, Hp.Fract.13, al. III like πηνίον, a pupa of a geometrid moth, Arist.HA551b6.—The form ὕπερον, τό, is found in Hesperia5.383 (Athens, v B. C., pl.), Hp.Art.5,78, Plb.1.22.7, PRyl.167.14 (pl., i A.D.), Luc.Philops.35, Poll.1.245, 7.107, 10.114, EM779.48; whereas none of the other passages in which the word occurs prove anything about the gender, except Hes. l.c.; whence it has been suggested that τρίπηχυ should be read there, and ὕπερον, τό, received as the only form.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπερος: ὁ, ἢ ὕπερον, τό, ἴδε κατωτ.· - κόπανος, κυρίως ξύλινος, (οὐχὶ δοίδοξ = γουδοχέρι), «ὕπερον, λάκτην, ναγέα, τριβέα, ἢ κόπανον» (Τζέτζ.), ὅλμον μέν τριπόδην τάμνειν ὕπερόν τε τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· (ὁ ὅλμος σήμερον ὀνομάζεται διὰ τῆς Τουρκ. λ. ντουμπέκι, ὁ δὲ ὕπερος κόπανος, ἴδε Ἰωακ. Βαλαβάνη διατριβὴν ἐν Παρνασσ. τ. ΙΑ΄, σ. 374, καὶ σημ. ἐν τῇ ἐκδ. Ἡσ. ὑπὸ Κ. Σίττλ.)· λεήναντες ὑπέροισι Ἡρόδ. 1. 200· ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, παροιμία ἐπὶ ἀτελευτήτου καὶ ἀνωφελοῦς κόπου, ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων» (Φώτ.), Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε, Φιλήμων ἐν «Ἥρωσιν» 1, Πλούτ. 2. 1072Β οὕτως, εἰς ὅλμον ὕδωρ ἐγχέαντα ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττειν Λουκ. Ἑρμότ. 79, κλπ., ἴδε Παροιμιογρ.· ὕπερα σιδηρᾶ Πολυδ. Ζ΄, 107, πρὸς ὃ ὁ L. Dind. παραβάλλει τὴν ἠκρωτηριασμένην ἐπιγραφὴν κωμῳδίας τινός... έροις σιδηροῖς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 229. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα ὑπέρου. 1) κορύνη, ῥόπαλον, «κόπανος», Πλουτ. Ἀλέξ. 63, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 48. 2) μοχλὸς δι’ οὗ ἐπανέφερον εἰς τὴν θέσιν των μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἱππ. 760Η. - Ὁ τύπος ὕπερον, τό, εὕρηται παρ’ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολύβ. 1. 22, 7, Λουκ. Φιλοψ. 35, Πολυδ. Α΄, 245, Ζ΄, 107, Ι΄, 114, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 48· ἐν ᾧ ἐξ οὐδενὸς τῶν λοιπῶν χωρίων δυνάμεθα νὰ βεβαιωθῶμέν τι περὶ τοῦ γένους πλὴν τοῦ μνημονευθέντος χωρίου τοῦ Ἡσιόδου· διὸ ἔχει προταθῇ ἐν τῷ χωρίῳ ἐκείνῳ νὰ ἀναγνωσθῇ: τρίπηχυ, νὰ γείνῃ δὲ δεκτὸς ὁ τύπος ὕπερον, τό, ὡς ὁ μόνος τύπος τῆς λέξεως.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pilon à mortier : ὑπέρου περιτροπή mouvement d’un pilon qu’on tourne, càd mouvement qu’on se donne sans avancer (piétiner sur place);
2 p. anal. massue.
Étymologie: DELG ὑπέρ.
Greek Monotonic
ὕπερος: ὁ ή ὕπερον, τό,
I. κόπανος, γουδοχέρι για κοπάνισμα και τρίψιμο, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
II. οτιδήποτε έχει σχήμα κόπανου, γουδοχεριού, ρόπαλο, ραβδί, στειλιάρι, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπερος: ὁ
1) пест Hes., Her.: ὑπέρου περιτροπή Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);
2) булава, дубинка Plut., Luc.
Middle Liddell
ὕπερος, ὁ,
I. a pestle to bray and pound with, Hes., Hdt.
II. anything shaped like a pestle, a club, cudgel, Plut., Luc.