ἀκοντί

From LSJ
Revision as of 11:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοντί Medium diacritics: ἀκοντί Low diacritics: ακοντί Capitals: ΑΚΟΝΤΙ
Transliteration A: akontí Transliteration B: akonti Transliteration C: akonti Beta Code: a)konti/

English (LSJ)

Adv. of ἄκων,    A unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.

German (Pape)

[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).

French (Bailly abrégé)

adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².

Spanish (DGE)

adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.

Greek Monolingual

ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].

Greek Monotonic

ἀκοντί: [ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοντί: (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.).

Middle Liddell

[adverb of ἄκων, contr. for ἀεκοντί, Plut.]