ἀναθερμαίνω

From LSJ
Revision as of 13:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθερμαίνω Medium diacritics: ἀναθερμαίνω Low diacritics: αναθερμαίνω Capitals: ΑΝΑΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: anathermaínō Transliteration B: anathermainō Transliteration C: anathermaino Beta Code: a)naqermai/nw

English (LSJ)

   A warm up, heat again, AP11.55:—Pass., become warm again, Hp.Epid.1.2, cf. 26.β,Arist.HA569b11: πυρετὸς -όμενος Hp.Prog.17.

German (Pape)

[Seite 188] wieder erwärmen, übertr., aufregen, τὴν μέλλησιν Plut. Phoc. 6; κραδίην Pallad. 24 (XI, 55).

French (Bailly abrégé)

réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θερμαίνω.

Spanish (DGE)

I 1recalentar τὰς φρένας enloquecer S.Fr.822.
2 reanimar, reconfortar Βάκχος ... ἀναθερμαίνων ψυχομένην κραδίην AP 11.55 (Pall.), cf. Luc.Dem.Enc.15, ποιητικὴν καὶ μουσικὴν Ἔρως δύναμιν ... ἀναθερμαίνει Plu.2.405f.
II en v. med.
1 recobrar el calor, volver a calentarse ἄκρεα Hp.Epid.1.26.2, cf. Epid.1.2, πυρετὸς ... ἀναθερμαινόμενος volviendo a subir la fiebre Hp.Prog.17, τὸ σῶμα Hp.Liqu.2, ὁ ἀήρ Hp.Flat.8
sin sent. iter. claro calentarse ἡ γῆ Arist.HA 569b11, de pers. ταῖς χερσὶν ἀναθερμανθέντες Arist.Pr.948a11.

Greek Monolingual

ἀναθερμαίνω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
νεοελλ.
αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θερμαίνω.
ΠΑΡ. αναθέρμανση (-ις)].

Greek Monotonic

ἀναθερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ξαναζεσταίνω, αναθερμαίνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθερμαίνω:
1) вновь согревать (ψυχομένην κραδίην Anth.; ψύχεσθαι καὶ ἀναθερμαίνεσθαι Arst.);
2) возбуждать: ἀ. τὴν μέλλησίν τινος Plut. выводить кого-л. из состояния вялости.

Middle Liddell

to warm up, heat again, Anth.