ἄφρακτος
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ον, old Att. ἄφαρκτος (though this form has generally been altered by the copyists), A unfenced, unfortified, unguarded, οἴκησις, στρατόπεδον, Th.1.6,117: c. gen., ἀ. φίλων by friends, S.Aj.910 (lyr.); of ships, not decked, IG12(1).44 (Rhodes); of horses, opp. πεφραγμένοι, Arr.Tact.2.5. 2 not obstructed, Gal.17(1).598. 3 not to be kept in, irrepressible, σταγόνες A.Ch.186 (with v.l. ἄφραστοι). II unguarded, off one's guard, ᾑρέθην E.Hipp.657; ληφθήσεσθε Th.6.33, cf. Ar.Th.581; πρός τινα Th.3.39.
German (Pape)
[Seite 414] unverzäunt, d. i. ungeschützt, φίλων, von Freunden, Soph. Ai. 893; ὅρκοις θεῶν Eur. Hipp. 657; οἴκησις, unbefestigt, Thuc. 1, 6; στρατόπεδον 1, 117; ἐν ἀφράκτῳ οἰκεῖν, unbeschützt wohnen, Luc. Gymnas. 34; unvorsichtig, Ar. Thesm. 581.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non enclos, non enfermé ; ἡ ἄφρακτος ou τὰ ἄφρακτα vaisseau non ponté;
II. fig. 1 non protégé, non défendu ; ἄφρακτος φίλων SOPH privé du secours d’amis;
2 qui n’est pas sur ses gardes ; qui se trouve lié ou engagé par surprise.
Étymologie: ἀ, φράσσω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄφαρκτος A.Ch.186, Th.passim, E.Hipp.657
I 1carente de valla o cerca, sin protección o guarda οἰκήσεις Th.1.6, στρατόπεδον Th.1.117, (πόλις) Lyd.Mag.3.54
•desguarnecido ἵπποι Arr.Tact.2.5
•esp. de naves sin puente o cubierta, OGI 773.4 (los IV a.C.), pero v. II
•fig. falto de la protección φίλων S.Ai.910
•indefenso ᾑρέθην E.l.c., ληφθήσεσθε Th.6.33, cf. Ar.Th.581, Th.3.39, D.C.42.2.1.
2 medic. no obstruido αἱ κοιλίαι Gal.17(1).598.
3 fig. desenfrenado, irreprimible del llanto στάγονες A.Ch.186.
II subst. τὸ ἄφρακτον nave sin puente o sin falcas, IG 22.650.10 (III a.C.), IG 12(5).913.3 (Tenos II a.C.), IG 12(1).44.4 (Rodas I d.C.), Plb.4.53.1, BGU 1744.11 (I a.C.), Cic.Att.105.1, 106.1.
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (AM ἄφρακτος, -ον, Α και ἄφαρκτος, -ον)
απερίφρακτος, ξέφραγος
αρχ.
1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος
2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί
3. ασυγκράτητος
4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν προστατεύεται από φίλους
5. (για όργανα) εκείνος που δεν έχει πάθει απόφραξη
6. (για πλοία) «ἄφρακτοι νῆες» — χωρίς υπερυψωμένα θωράκια ώστε να προστατεύεται όλο το πλήρωμα των ερετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φρακτός < φράσσω.
Greek Monotonic
ἄφρακτος: -ον, αρχ. Αττ. τύπος ἄφαρκτος, (φράσσω)·
I. 1. μη περιφραγμένος, μη οχυρωμένος, αφύλαχτος, σε Θουκ.· με γεν., ἄφρακτος φίλων, μη προστατευμένος από φίλους, σε Σοφ.· με δοτ., ἄφρακτος ὅρκοις, σε Ευρ.
2. ακράτητος, ασυγκράτητος, σε Αισχύλ.
II. απαραφύλακτος, λέγεται για τη φύλαξη κάποιου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφρακτος: староатт. ἄφαρκτος
1) неогороженный, незащищенный, неукрепленный (στρατόπεδον, οἴκησις Thuc.): ἄ. φίλων Soph. не имеющий защиты в друзьях, т. е. вдали от друзей;
2) неосторожный, застигаемый врасплох: ὅρκοις θεῶν ἄ. Eur. неосторожно поклявшийся богами; μὴ προσπέσῃ ὑμῖν ἀφάρκτοις πράγμα δεινόν Arph. как бы вас не застигла врасплох беда.
Middle Liddell
φράσσω
I. unfenced, unfortified, unguarded, Thuc.; c. gen., ἄφρ. φίλων by friends, Soph.; c. dat., ἄφρ. ὅρκοις Eur.
2. not to be kept in, irrepressible, Aesch.
II. unguarded, off one's guard, Thuc.
English (Woodhouse)
off one's guard, off one's quard, taken by surprise, unawares