μοιχίδιος

From LSJ
Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχίδιος Medium diacritics: μοιχίδιος Low diacritics: μοιχίδιος Capitals: ΜΟΙΧΙΔΙΟΣ
Transliteration A: moichídios Transliteration B: moichidios Transliteration C: moichidios Beta Code: moixi/dios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, = sq., Ael.NA12.16. II begotten in adultery, Hecat.369 J., Hdt. 1.137, Hyp.Fr.42, Ph.1.598, Luc.DDeor.22.1.

German (Pape)

[Seite 198] ehebrecherisch, Ael. N. A. 12, 16; aus einem Ehebruch entsprungen, Her. 1, 137 u. Sp., wie Luc. D. D. 22, 1; Hecat. u. Hyperid. bei Suid., der es erkl. ἐκ μοιχοῦ γεγεννημένος.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 d’adultère;
2 né d’un adultère.
Étymologie: μοιχός.

Greek Monolingual

μοιχίδιος, -ία, -ον (Α)
μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ίδιος (πρβλ. κουρ-ίδιος)].

Greek Monotonic

μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε μέσα στη μοιχεία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχίδιος: рожденный от прелюбодеяния, т. е. внебрачный Her., Luc.

Middle Liddell

μοῐχίδιος, η, ον
born in adultery, Luc.