νεοπαγής

From LSJ
Revision as of 13:29, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰγής Medium diacritics: νεοπαγής Low diacritics: νεοπαγής Capitals: ΝΕΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: neopagḗs Transliteration B: neopagēs Transliteration C: neopagis Beta Code: neopagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι)    A newly fixed: lately become solid, ἰλύς Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; τυρός Gal.6.768; σύστασις Sor.1.46.    2 newly built, τεῖχος J.BJ3.7.20.

German (Pape)

[Seite 243] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, ἰλύς, Plut. exil. 9.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἀρτιπαγής, νεωστὶ παγείς, δηλ. γενόμενος στερεός, σὰρξ Γαλην.: ἰλὺς Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, πόλις Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement figé, de consistance toute récente.
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεοπαγής, -ές)
1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.)
2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα»)
νεοελλ.
αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα
(«νεοπαγές κόμμα»)
μσν.
1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα
2. (γενικά) νεαρό άτομο
αρχ.
αυτός που βρέθηκε μόλις πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. μεσο-παγής].

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰγής: недавно затвердевший (ἰλύς Plut.).