νικαῖος

From LSJ
Revision as of 14:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκαῖος Medium diacritics: νικαῖος Low diacritics: νικαίος Capitals: ΝΙΚΑΙΟΣ
Transliteration A: nikaîos Transliteration B: nikaios Transliteration C: nikaios Beta Code: nikai=os

English (LSJ)

α, ον, (νίκη) A of or belonging to victory, θεός J.AJ3.2.5; Ζεὺς N., = Juppiter Victor, D.C. 47.40; ἐλπίς Nonn.D.18.169; Πάλλας ν., as the giver of victory, ib. 37.623: νικαίην, Ion. for νίκην, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 255] den Sieg betreffend, Sp.; Ζεύς, der Siegverleiher, wie Παλλάς, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκαῖος: -α, -ον, (νίκη) ὁ ἀνήκων εἰς νίκην, ἐλπὶς Νόνν. Δ. 18. 169· Παλλὰς ν., ἡ παρέχουσα τὴν νίκην, αὐτόθι 37. 623· - νικαίην, ἑρμηνεύεται ὡς Ἰων. ἀντὶ νίκην, Φώτ., Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 313.

Greek Monolingual

νικαῑος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη
2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῑον
μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].