οἰσύπη

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύπη Medium diacritics: οἰσύπη Low diacritics: οισύπη Capitals: ΟΙΣΥΠΗ
Transliteration A: oisýpē Transliteration B: oisypē Transliteration C: oisypi Beta Code: oi)su/ph

English (LSJ)

ἡ, also οἴσῠπος, ὁ, A the grease extracted from sheep's wool (οἴσυπος· τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος Dsc.2.74, cf. Plin.HN29.10), οἰσύπῃ (v.l. οἴσπῃ, q. v.) προβάτων Hdt.4.187 ; οἰσύπη αἰγός Hp.Mul.2.195 ; used for medicinal purposes, Dsc. and Plin. ll.cc.: —freq. confused with οἰσπώτη (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύπη: [ῠ] ἢ οἴσπη, ἡ καὶ οἴσῠπος, ὁ, «τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος» Διοσκ. 2. 84, πρβλ. Πλίν. 29, 10· οἴσπῃ προβάτων (διάφορ. γραφ. οἰσύπῃ) Ἡρόδ. 4. 187· ὡσαύτως τῶν αἰγῶν, οἰσύπη αἰγὸς Ἱππ. 668. 43, Ἐρωτιαν. σ. 282· ― ἦτο ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ, καὶ Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Συχνάκις συγχέεται μετὰ τοῦ οἰσπώτη, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suint, graisse se trouvant dans la laine des moutons.
Étymologie: DELG sans doute de οἶς, et *σύπη= ???

Greek Monolingual

η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ)
λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο-) και β' συνθετικό μία αμάρτυρη λ. σύπη (πρβλ. οισπώτη)].

Greek Monotonic

οἰσύπη: [ῠ] ή οἴσπη, ἡ, ιδρώτας και λίπος από το μαλλί των προβάτων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰσύπη: ἡ Her. v. l. = οἴσπη.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (Hdt. 4, 187, Hp.)
Meaning: the greasy extract of sheeps wool (Hdt. 4, 187, Hp.); cf. Dsc. below with extensive description of the preparation; after H. = ὁ τῆς οἰὸς ῥύπος).
Other forms: οἴσυπος m. (Dsc. 2, 74, Plin., H.); οἶσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.; οἴσπη v.l. Hdt. 4, 187, Gal., Suid.
Derivatives: οἰσυπ-ίς f. greasy flock of wool (Hp.), -ηρός (Ar.), -όεις, -ώδης (Hp.) greasy, of wool; -ον = λάδανον (Plin.); οἰσύπειον ἔριον ῥυπαρὸν προβάτων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Explained as *ὀϜι-σύπη, like the synonymous οἰσπώτη (s. v.), with unclear 2. member. Meaningless suppositions by Prellwitz s. v. and v. Blumenthal Hesychst. 43. - There is clear evidence for the variant οἴσπ-η, but it is difficult to decide whether the υ is secondary or the form without it; cf. Furnée 188 n. 22 on θαλ(υ)π-. In any case the word is most probably Pre-Greek (meaning!). One might also think of a labialized s, oisʷp-.

Middle Liddell

οἰσύ˘πη, ορ οἴσπη, ἡ,
the grease extracted from sheep's wool, Hdt.

Frisk Etymology German

οἰσύπη: {oisúpē}
Forms: οἴσυπος m. (Dsk. 2, 74, Plin., H.)
Grammar: f. (Hdt. 4, 187 [v. l. οἴσπη, Hp.),
Meaning: das fette Extrakt der Schafwolle (vgL Dsk. a. O. mit ausführlicher Beschreibung der Bereitung; nach H. = ὁ τῆς οἰὸς ῥύπος).
Derivative: Davon οἰσυπίς f. fettige Wollflocke (Hp.), -ηρός (Ar. usw.), -όεις, -ώδης (Hp.) fettig, von der Schafwolle; -ον = λάδανον (Plin.); οἰσύπειον· ἔριον ῥυπαρὸν προβάτων H.
Etymology : Aus *ὀϝισύπη, wie das synonyme οἰσπώτη (s. d.) mit dunklem Hinterglied. Nichtssagende Vermutungen von Prellwitz s. v. und v. Blumenthal Hesychst. 43.
Page 2,370