πειρατεύω

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρᾱτεύω Medium diacritics: πειρατεύω Low diacritics: πειρατεύω Capitals: ΠΕΙΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: peirateúō Transliteration B: peirateuō Transliteration C: peirateyo Beta Code: peirateu/w

English (LSJ)

A to be a pirate, Str. 14.3.2. II attack, of a robber-band, τινα LXX Ge.49.19, prob. in SIG582.12 (Delos, ii B.C.) : —Pass., Sch.E.Hec.934.

German (Pape)

[Seite 545] Seeräuberei treiben, als Seeräuber wegnehmen, kapern, u. daher pass., ὑπό τινος πειρατεύεσθαι, von Einem zur See angefallen, gekapert werden; auch allgemeiner, von Seeräubern beunruhigt werden, Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτεύω: (πειρατὴς) εἶμαι πειρατής, Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

French (Bailly abrégé)

1 faire le métier de brigand ou de pirate;
2 Pass. être attaqué par des pirates.
Étymologie: πειρατής.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πειρατής
είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα
νεοελλ.
μτφ. κλέβω
αρχ.
1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου
2. παθ. πειρατεύομαι- δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές.

Greek Monotonic

πειρᾱτεύω: (πειρατής), είμαι πειρατής, σε Στράβ.

Middle Liddell

πειρᾱτεύω, πειρατής
to be a pirate, Strab.