σπάρτη

From LSJ
Revision as of 15:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάρτη Medium diacritics: σπάρτη Low diacritics: σπάρτη Capitals: ΣΠΑΡΤΗ
Transliteration A: spártē Transliteration B: spartē Transliteration C: sparti Beta Code: spa/rth

English (LSJ)

ἡ,= σπάρτον,    A rope or cord (v. σπάρτος, ὁ), Ar.Av.815 (with a play upon Sparta), cf. Cratin.110; μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει dub. l. in Alciphr.2.4.15.    2 = σπαρτίον 111, Gal.12.129.    II = στάθμη, plumbline, Hsch.: cf. σπάρτος 11.2.

German (Pape)

[Seite 917] ἡ, 1) ein (bes. ein von σπάρτος gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie στάθμη, die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. σπάρτος.

Greek (Liddell-Scott)

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σχοινίον ἐκ σπάρτου (ἴδε σπαρτός, 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ αὐτόθι Meineke. II. ὡς τὸ στάθμη, τὸ σχοινίον δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. σπάρτος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
corde tressée avec du genêt.
Étymologie: σπάρτος.

Spanish

cuerda

Greek Monolingual

η, ΜΑ
1. σχοινί από σπάρτο
2. το νήμα της στάθμης
αρχ.
είδος καλλωπιστικού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σπάρτον, με αλλαγή γένους, κατά τα θηλ. Η λ. δεν απαντά συχνά και χρησιμοποιείται από τον Αριστοφάνη με λογοπαίγνιο προς τη Σπάρτη].

Greek Monotonic

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σε Αριστοφ. (λογοπαίγνιο με τη λέξη Σπάρτη).

Russian (Dvoretsky)

σπάρτη: ἡ жгут из дрока Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπάρτη -ης, ἡ [σπάρτον] touw.

Middle Liddell

σπάρτη, ἡ, = σπάρτον, Ar.] with a play upon Sparta]