στιχοπλόκος

From LSJ
Revision as of 09:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχοπλόκος Medium diacritics: στιχοπλόκος Low diacritics: στιχοπλόκος Capitals: ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: stichoplókos Transliteration B: stichoplokos Transliteration C: stichoplokos Beta Code: stixoplo/kos

English (LSJ)

ὁ, (πλέκω) A versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής
μσν.
αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος.