συμμεταβαίνω

From LSJ
Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβαίνω Medium diacritics: συμμεταβαίνω Low diacritics: συμμεταβαίνω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symmetabaínō Transliteration B: symmetabainō Transliteration C: symmetavaino Beta Code: summetabai/nw

English (LSJ)

A pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.

German (Pape)

[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.

French (Bailly abrégé)

se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

συμμεταβαίνω: вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ νόσος συμμεταβαίνει ἅμα τῷ δήγματι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets.