βούλομαι
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
(Ep. also βόλομαι, q. v.), Dor. βώλ- (q. v.), Aeol. βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. βέλλ- IG9(2).517.20, Boeot. βείλ- ib.7.3080, βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), Locr.and Delph. δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. δήλ- (q. v.), Ion. 2sg.
A βούλεαι Od.18.364, Hdt.1.11: impf. ἐβουλόμην Il.11.79, etc.; ἠβουλόμην E.Hel.752, D.1.15, etc.; Ion. 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: fut. βουλήσομαι A.Pr.867, S.OT1077, etc.; later fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.), βουληθείς S.OC732, IG22.1236, etc., but Ep. aor. subj. 3sg. βούλεται (from *βόλσ-ε-ται) Il.1.67: pf. βεβούλημαι D.18.2; also βέβουλα (προ-) Il.1.113 (ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79, ἠβούλου Hyp.Lyc.11; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An Act. βούλητε( = βούλησθε) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usu. implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent', εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg.522e, cf. R. 347b, 437b; ἐὰν βούλῃ σὺ . . ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d; ἂν οἵ τε θεοὶ 'θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθε D.2.20; οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετ' οὔτε πιστεύειν ἐβούλεσθε Id.19.23; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc.281 (so ἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt.309b, but φράσαι τι βούλομαι Ar.Pl.1090): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sts. used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf., Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι 11.79, etc.; sts. c. inf. fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is folld. by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a. 2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν . . ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol.1309b17. II Att. usages: 1 βούλει or βούλεσθε folld. by Verb in subj., βούλει λάβωμαι; would you have me take hold? S.Ph.761; βούλει φράσω; Ar.Eq.36, cf. Pl.Phd.79a, R.596a; ποῦ δὴ βούλει ἀναγνῶμεν; Id.Phdr.228e. 2 εἰ βούλει if you please, S.Ant.1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp.201a, etc.; εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a. 3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.; ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl.918 (whence, in jest, βούλομαι ib.908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg.517b, Cra.432a. 4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that... Th.2.3; εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg.448d; also τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28. 5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd.63a, D.18.172; τί βουληθεὶς πάρει ; S.El.1100. III mean, Pl.R.362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; (folld. by β. λέγειν ὡς . . ) Id.Tht.156c; τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R.595c; β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra.412c; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ . . EN1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib.1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib.1125b33; tend to be, ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens.441a3; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν . . Id.Pol.1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA778a4, al. 2 to be wont, X.An.6.3.18. IV folld. by ἤ... prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usu. in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather... Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350; β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν . . ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ . . ) ib.124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ... πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer... Il.1.112, cf. Od.15.88. (g[uglide]el-g[uglide]ol-, cf. the dialectic forms.)
German (Pape)
[Seite 458] impf. ἐβούλετο Xen. An. 1, 1, 1; ἠβούλετο Cyr. 6, 1, 33; fut. βουλήσομαι; aor. ἐβουλήθην, att. ἠβ.; perf. βεβούλημαι Dem. 18. 2; bei Hom. nur praes. und imperfect.; vgl. προβέβουλα, βόλομαι volo; 1) mit Ueberlegung sich entschließen, vornehmen, vgl. ἐθέλω, von dem es Ammon. so unterscheidet: β. ἐπὶ μόνου λογικοῦ, θέλειν καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζῴου; unstreitig ist ἐθέλω das umfassendere Wort, die Neigung, Luft ausdrückend, vgl. Buttm. Lexil. I p. 26 ff., dessen Ansicht nicht durchweg haltbar; bei βούλομαι ist an die Ausführung zu denken, dah. gew. οἱ θεοὶ βούλονται, da sie alles ausführen können; vgl. Eur. I. T. 61 ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς, ταῦτα γὰρ δυναίμεθ' ἄν; dah. es oft geradezu = beschließen ist; damit stimmen auch Stellen überein, wie Dem. 2, 20 ἂν οἵτε θεοὶ θέλωσι, καὶ ὑμεῖς βούλησθε, wo nur Geneigtheit der Götter u. Entschließung der Bürger verlangt wird; ja auch 19, 23 οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετε οὔτε πιστεύειν ἠβούλεσθε kann so gefaßt werden; obwohl beide Verba an manchen Stellen ohne erheblichen Unterschied gebraucht sind. – Wollen, beabsichtigen, gew. mit dem inf., von Hom. an überall; der inf. fut., den die alten Gramm. verwerfen, findet sich doch an einzelnen Stellen, s. Schäfer ad poet. Gnom. p. 16. Aus Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Il. 1 i, 79 ist zu erkl. Τρώεσσι νίκην 16, 121, er beschloß ihnen Sieg, verlieh ihnen Sieg; τῷ κε Ποσειδάων γε, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ, αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ Iliad. 15, 51; ἐς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι), ich will ins Bad, Ar. Ran. 1279; τὰ Συρακουσίων, den Spr. geneigt sein, sich für sie entscheiden, Thuc. 6, 80; Sp. sogar κακῶς τινι, Dion. Hal. 3, 21; – τὸ βουλόμενον, die Willensmeinung, Entschluß, Eur. I. A. 33. 1270; Antiph. 5, 73 u. Sp.; – ἔστιν ἐμοὶ βουλομένῳ, = βούλομαι, Thuc. 2, 3; Plat. Soph. 254 b Crat. 384 a u. sonst; – ὁ βουλόμενος, Jeder, der da will, der Erste, Beste, Gorg. 527 a u. sonst sehr oft; auch mit πᾶς, Rep. III, 416 d; seltener ὃς βούλει, Gorg. 417 a; vgl. Crat. 432 a; – βουλόμενος, in der Absicht, um zu, Att.; – βούλει, seltener βούλεσθε, mit darauf folgendem Conj. in auffordernden Fragen, βούλει, φράσω, willst du, soll ich dir sagen, Ar. Equ. 36; βούλει λάβωμαι δῆτα καὶ θίγω τί σου Soph. Phil. 751; vgl. Eur. Phoen. 734; Plat. Gorg. 454 d; auch außer der Frage, εἴτε τι βούλει προσθῇς ἢ ἀφέλῃς Phaed. 95 e; vgl. Rep. II, 372 e; u. wo es parenthetisch ist, πόθεν βούλει, ἄρξωμαι Xen. Oec. 16, 8; erst Sp. haben das fut. dabei; – stärker: verlangen, befehlen, ὁ νόμος βούλεται τούτους εὖ βασανίζειν Plat. Conv. 184 a; bei Sp. behaupten; übertr., von Sachen, τί τοῦτο βούλεται; was will das, was hat das zu bedeuten? τί β. οὗτος ὁ μῦθος; Plat. Theaet. 156 c; vgl. Parm. 128 a Legg. II, 668 c. So bes. auch Arist. – 2) lieberwollen, vorziehen, βούλομ' ἅπαξ ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι Od. 12, 350; vgl. Il. 1, 117. 23, 594 Od. 11, 489. 16, 106; βουλήσει ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ 'ν ἐμοὶ θρασύς Soph. Ai. 1293; vgl. Her. 3, 124; Plat. Alc. II, 658 a; Babr. 65, 7. Seltener ohne ἤ, Il. 1, 112 Od. 15, 88. Häufig im Art., bes. Plat. εἰ δὲ βούλει, wenn du lieber willst, od. wenn du willst, was geradezu Partikel wird »oder auch«. Vgl. βούλεται δ' αὐτοῖς ἡ μὲν ἀνωτάτη σφαῖρα τὸν ἥλιον, es soll bedeuten, Procl. bei Phot. 348.