ἄσκωμα
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀσκός) A leather padding or lining of the hole which served for the rowlock, Ar.Ach.97, Ra.364. 2 any swelling, such as on the female breast, Ruf.Onom.92, cf. Poll.2.163. 3 leathern bellows, Apollod.Poliorc.153.3:—Dim. ἀσκωλι-άτιον, τό, Hero Spir.1.39.
German (Pape)
[Seite 372] τό, lederne Futterung der Kojepforten zur Unterlage für das Ruder, Ar. Ran. 364, Schol. καθ' ὃ ἡ κώπη βάλλεται; Poll. 1, 88; vgl. Böckh Att. Seew. p. 107; lederner Blasebalg, Mathem.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 gaine de cuir adaptée par son extrémité la plus large au sabord du navire, et percée d’une fente à l’autre bout pour laisser passer la hampe de l’aviron;
2 soufflet de forge en forme d’outre.
Étymologie: ἀσκός.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 badana utilizada en náut. como chumacera del remo, Ar.Ach.97, Ra.364, IG 22.1604.32, 33 (IV a.C.), Hsch., Sud.
•como medio para enviar mensajes escritos, Sch.Ar.Ra.364.
2 fuelle ὥστε ἐπτυγμένου τοῦ ἀσκώματος Hero Spir.1.39, σύριγξ ἄ. ἔχουσα Apollod.Poliorc.153.3, cf. 152.2, como conducto τῷ δὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινος, εἴτε ἄ. δεῖ λέγειν Str.16.2.13.
3 barrera para contener las aguas, Sm.Io.3.16.
4 fig. en anat. mama, pecho (μαστῶν) ὁ δὲ ὅλος ὄγκος, ἄ. Ruf.Onom.92, cf. Poll.2.163.
Greek Monolingual
ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].
Greek Monotonic
ἄσκωμα: -ατος, τό (ἀσκός), δέρμα που χρησίμευε στην εύκολη κίνηση του κουπιού, έμπαινε γύρω από τον σκαλμό για να κάνει την κωπηλατική κίνηση πιο εύκολη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκωμα: ατος τό кожаная прокладка в уключинах Arph.
Middle Liddell
ἀσκός
the leather padding of the hole which served for the row-lock, put there to make the oar move easily, Ar.