ἄφιππος

From LSJ
Revision as of 00:26, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφιππος Medium diacritics: ἄφιππος Low diacritics: άφιππος Capitals: ΑΦΙΠΠΟΣ
Transliteration A: áphippos Transliteration B: aphippos Transliteration C: afippos Beta Code: a)/fippos

English (LSJ)

ον, A unsuited for cavalry, Καρία X.HG3.4.12, cf. Plu.Ant. 47. II of persons, unused to riding, opp. ἱππικός, Aeschin.Socr. Oxy.1608 Fr.1.15; ignorant of horsemanship, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nav.30. 2 without cavalry, Polyaen.4.6.6.

German (Pape)

[Seite 412] 1) für Reiterei untauglich, Καρία Xen. Hell. 3, 4, 12 Ages. 1, 15; Plut. oft. – 2) ungeschickt im Reiten, Ggstz ἱππικοί Plat. Prot. 350 a; Rep. I, 335 c, Schol. ἀπείρως ἔχοντες ἱππικῆς; Luc. navig. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφιππος: -ον, ἀνεπιτήδειος, ἀκατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ ἱππικός, Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, ἄνευ ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sait pas monter à cheval;
2 peu propre aux manœuvres de cavalerie (terrain, pays, etc.).
Étymologie: ἀπό, ἵππος.

Spanish (DGE)

-ον
I de lugares no apropiado para los caballos o la caballería Καρία X.HG 3.4.12, de un camino, Plu.Ant.47, τὰ μετέωρα ἄφιππα las alturas inaccesibles a los caballos D.C.40.26.1, cf. Plu.Arist.11.
II de pers.
1 inexperto, torpe en montar a caballo, que no sabe montar op. ἱππικός Aeschin.Socr.CPF 1A.11, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nau.30, Poll.1.210, Hsch.
2 que no tiene caballo ἔπειτα δὲ κατήγαγεν αὐτοὺς ... ἀφίππους ὄντας Polyaen.4.6.6, περιδεεῖς δὲ ἦσαν ... καὶ ἄφιπποι Iambl.Fr.21.

Greek Monolingual

ἄφιππος, -ον (Α)
1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία
2. αυτός που δεν έχει ιππικό
3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία.

Greek Monotonic

ἄφιππος: -ον, I. ανεπιτήδειος για ιππασία, χώρα, σε Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, άπειρος στην ιππασία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφιππος:
1) неудобный или непроезжий для конницы (χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.);
2) не умеющий ездить верхом Plat., Luc.

Middle Liddell


I. unsuited for cavalry, χώρα Xen.
II. of persons, unused to riding, Plat.

English (Woodhouse)

unsuited for cavalry, unused to riding

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)