ἐλαιοειδής
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ές, A = ἐλαιώδης, Aret.SA2.6; ἴχωρ Aët.13.23.
German (Pape)
[Seite 788] ές, olivenartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοειδής: -ές, = ἐλαιώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.
Spanish (DGE)
-ές
parecido al aceite por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.SA 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐλαιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λάδι ή με ελιά (το δέντρο ή τον καρπό)
νεοελλ.
βοτ. τα ελαιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.