ὅμαυλος

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμαυλος Medium diacritics: ὅμαυλος Low diacritics: όμαυλος Capitals: ΟΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hómaulos Transliteration B: homaulos Transliteration C: omavlos Beta Code: o(/maulos

English (LSJ)

ον, (αὐλή) A living together, companion, θεῶν ὅμαυλοι POxy.1083 Fr.1.8 (Satyric drama), cf. Hsch., Phot. 2 neighbouring, τὴν ὅ. χθόνα S.Fr.24.5. II (αὐλός) playing together on the flute, sounding together in concert, γῆρας Id.OT 187 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 329] 1) zusammenwohnend, bes. Gatte, Gattinn (?). – 2) (αὐλός), zusammenflötend, d. i. zusammenstimmend, einstimmig, παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος, Soph. O. R. 187, Schol. ὁμόφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμαυλος: -ον, (αὐλή), ὁμοῦ αὐλιζόμενος, ὁμόκοιτος, Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, γείτων, τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) ὁμοῦ ἠχῶν, στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la flûte est à l’unisson ; fig. qui est en harmonie.
Étymologie: ὁμός, αὐλός.

Greek Monotonic

ὅμαυλος: -ον (αὐλή),·
I. συγκάτοικος,
II. (αὐλός) αυτός που συνηχεί ή βρίσκεται σε συμφωνία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὅμαυλος: αὐλή находящийся по соседству, соседний (χθών Soph.).
αὐλός согласно звучащий, однозвучный, т. е. сопутствующий (γῆρυς Soph.).

Middle Liddell

ὅμ-αυλος, ον, [αὐλη]
sounding together or in concert, Soph.