ἀνάχυμα

From LSJ
Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχῠμα Medium diacritics: ἀνάχυμα Low diacritics: ανάχυμα Capitals: ΑΝΑΧΥΜΑ
Transliteration A: anáchyma Transliteration B: anachyma Transliteration C: anachyma Beta Code: a)na/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, A expanse, ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3. II = ἀνάχυσις ΙΙ, Str.Chr.7.45.

German (Pape)

[Seite 215] τό, das Ausgegossene, αἰθέριον, das Meer des Aethers, Music.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχῠμα: -ατος, τό, ἀπέραντος ἔκτασις, τὸ ἀχανές, ἀν. αἰθέριον Νικομ. Μουσ. σ. 6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 expansión ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.
2 estuario Str.Chr.7.45.

Greek Monolingual

το (AM ἀνάχυμα)
νεοελλ.
η μικρή ποσότητα από κρύο γάλα που χύνεται μέσα σε δοχείο με γάλα ζεστό για να παρασκευαστεί η μυζήθρα, (αλλ.) πρόγαλα
μσν.
όρυγμα βαθύ, πρόχωμα
αρχ.
πλατιά έκταση, ευρύ διάστημα.