γοεδνός
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ή, όν, = sq.1., A.Pers.1057 (lyr.), Supp.73 (lyr.), 194. II = sq.ΙΙ, Id.Pers.1039 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γοεδνός: -ή, -όν, (πρβλ. μακεδνός) = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1039, 1057, Ἱκέτ. 72, 194.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 lamentable, déplorable;
2 qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γόος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 lamentable γοεδνὰ δ' ἀνθεμίζομαι A.Supp.73, cf. Pers.1057, Supp.194.
2 que se lamenta διαίνομαι γ. ὤν anegado en llanto profiero gemidos A.Pers.1047.
• Etimología: v. γοάω.
Greek Monolingual
γοεδνός, -ή, -όν (Α)
ο γοερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόος αναλογικά προς τα επίθ. σε -δνός (πρβλ. σμερδνός, ολοφυδνός)].
Greek Monotonic
γοεδνός: -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γοεδνός: рыдающий, жалобный (ἔπη Aesch.).
Frisk Etymological English
γοερός See also: s. γοάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοεδνός -ή -όν γόος treurig, droevig, van zaken:; γοεδνὰ δ ’ ἀνθεμίζομαι ik pluk de bloemen van verdriet Aeschl. Suppl. 73; treurend, van personen:; γοεδνὸς ὤν in treurnis Aeschl. Pers. 1047; acc. n. plur. als adv.. μάλα γοεδνά met luid gejammer Aeschl. Pers. 1057.