Εὔβοια

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὔβοια Medium diacritics: Εὔβοια Low diacritics: Εύβοια Capitals: ΕΥΒΟΙΑ
Transliteration A: Eúboia Transliteration B: Euboia Transliteration C: Eyvoia Beta Code: *eu)/boia

English (LSJ)

gen. A as, Ion. ης, ἡ, Euboea, Il.2.535, etc.: Εὐβοίηθεν, poet. Εὐβοίη-θε, from Euboea, Call.Del.197: Εὐβοεύς (not Εὐβοιεύς EM389.10, and so gen. pl. Εὐβοέων SIG419.4 (Delphi, iii B.C.), al., but Εὐβοιέων ib.417.4 (ibid., iii B.C.), al., where οι may be short as in βοιηθέω), έως, ὁ, acc. Εὐβοᾶ, pl. -οᾶς (in codd. often -οέας, cf. Th.4.92) A.D. Pron.99.22:—a Euboean, Hdt.8.4, etc.:—Adj. Εὐβοϊκός, ή, όν, Euboean, Id.3.89 (v.l. -εικός), etc. (perh. trisyll. in A.Fr.356, E. Hel.767); -βοϊκή, ἡ, = ἀκτῆ, Ps.-Dsc.4.173; -κόν, τό, sweet chestnut, Thphr.HP1.11.3, 4.5.4: masc. Εὐβοΐτης, ου, ὁ, Str.10.1.14; fem. Εὐβοΐς, gen. Εὐβοΐδος, Hdt.3.89, D.S.12.11; Εὐβοΐς, ἡ, = Εὐβοϊκόν, D.Chr.7.74; contr. forms Εὐβοῖδα, etc., S.Tr.74, E.Heracl.83 (lyr.), El.442 (lyr.), A.Fr.30, Ion Trag.18; lengthd. Εὐβοιΐς S.Tr.237, 401, Fr.255.

Greek (Liddell-Scott)

Εὔβοια: γεν. ας, Ἰων. ης, ἡ, ἡ παρὰ τὴν παραλίαν τῆς Βοιωτίας καὶ Ἀττικῆς κειμένη γνωστὴ νῆσος, Ὅμ., Ἡσ., κλ.- Εὐβοίηθεν καὶ ποιητ. -θε, ἐξ Εὐβοίας, Καλλ. εἰς Δῆλ. 197. 200. - Εὐβοεύς (οὐχί Εὐβοιεύς, Ἐτυμ. Μ. 389. 10), έως, ὁ, αἰτιατ. Εὐβοᾶ, πληθ. -οᾶς (ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Θουκ. 4. 92, κτλ. ἔχουσιν - οέας), ἴδε Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. σ. 126Β, ὁ ἐξ Εὐβοίας, Ἡρόδ. κλ. - Ἐπίθ. Εὐβοϊκός, ή, όν, Θουκ., Εὐρ. Ἑλ. 767 κλ.· παρ’ Ἡροδ. Εὐβοεικός, 3. 89, 95· παρὰ Τραγ. ὡσαύτως Εὐβοικός, Εὐβοικόν ξίφος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371· ὡσαύτως Εὐβόειος, α, ον, Σοφ. Ἀποσπ. 239· ἀρσ. Εὐβοΐτης, ου, ὁ, Στράβ. 449 · θηλ. Εὐβοΐς, ΐδος, Ἡρόδ. 3. 89, Διόδ. 12. 11· ἀλλὰ συνῃρ. αἰτιατ. Εὐβοῖδα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 27, Σοφ. Τρ. 74, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. Εὐβοιΐς, αὐτόθι 237, 401, Ἀποσπ. 239. - εὐβοΐδες, κάστανα, Δίων Χρυσ. 1. 246, - «εὐβοΐδες, τά καστάνια» Ἐτυμ. Μ. 389. 1.-Ἐπίρρ. Εὐβοϊκῶς, Συνέσ. 23D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Eubée, île près de la côte de l’Attique (auj. Evvia, anc. Euripo ou Négrepont).
Étymologie: εὖ, βοῦς.

English (Autenrieth)

Euboea, the island separated from Boeotia by the Eurīpus, named by Homer as the home of the Abantes, Il. 2.536, Od. 3.174, Od. 7.321.

English (Slater)

Εὔβοια (-α, -ας, -αν.) where various athletic festivals were held, v. Σ, (O. 13.159) Dr., (I. 1.84) Dr. ἅ τ' Εὔβοια (sc. μαρτυρήσει ὅσα ἐνίκησε) (O. 13.112)
1 σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) Πα. . 3. Εὐ]βοίας επ[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 19.

Greek Monotonic

Εὔβοια: γεν. -ας, Ιων. -ης, ἡ, η Εύβοια, νησί που βρίσκεται κατά μήκος της παραλίας της Βοιωτίας και Αττικής, σε Όμηρ. κ.λπ.· Εὐβοεύς, -έως, , αιτ. Εὐβοᾶ, πληθ. -οᾶς, ο Ευβοέας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Εὐβοϊκός, Εὐβοεικός, , -όν, στον ίδ. κ.λπ.· θηλ. Εὐβοΐς, στον ίδ.· εκτεταμ. Εὐβοιΐς, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Εὔβοια: ἡ Эвбея
1) самый большой остров Эгейского моря, расположенный вдоль побережья Аттики, Беотии и южн. Фессалии Hom. etc.;
2) город в Сицилии, основанный переселенцами из Халкиды на о-ве Эвбея Her.

Middle Liddell


Euboea, now Negropont (i. e. Egripo or Evripo, from Euripus), an island lying along the coast of Boeotia and Attica, Hom., etc.