Πέρσης

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πέρσης Medium diacritics: Πέρσης Low diacritics: Πέρσης Capitals: ΠΕΡΣΗΣ
Transliteration A: Pérsēs Transliteration B: Persēs Transliteration C: Persis Beta Code: *pe/rshs

English (LSJ)

ου, ὁ, heterocl. acc. Πέρσεα v. l. in Hdt.8.108, 109; voc. Πέρσᾰ (but Πέρση when it is the pr. n. of a person, Hdn.Gr.2.690):— Persian, Hdt.1.4, etc. (The Greeks derived the name of the people from Perseus, Id.7.61.) b Πέρσαι, οἱ, the city of Persepolis, Beros. 16 (leg. <καὶ> π.), Arr.An.3.18.10; cf. Περσέπολις. II freq. as pr.n., Perses, Hes.Op.10,27, Hdt.7.61, etc.; name of a Titan, Hes. Th.409. III the name of a throw on the dice, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Πέρσης: -ου, ὁ, ἑτερόκλ. αἰτ. Πέρσεα, Ἡρόδ. 8. 108, 109· κλητ. Πέρσᾰ (ἀλλὰ Πέρση ὅταν εἶναι κύριον ὄνομα ἀνθρώπου, Χοιροβοσκ. 1. 146)· κάτοικος τῆς Περσίδος, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (οἱ Ἕλληνες παρῆγον τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ Περσέως, Ἡρόδ. 7. 61.) ΙΙ. κύρ. ὄνομ. ὁ Πέρσης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. ΙΙΙ. «κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα» Ἡσύχ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
Persès :
1 père d’Hécatè;
2 fils de Persée, ancêtre des rois de Perse;
3 frère d’Hésiode.
Étymologie:.
2ου;
adj. m.
perse, persan ; οἱ Πέρσαι, les Perses, les habitants de la Perse.
Étym. pers. Pârsa.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, θηλ. Περσίδα / Περσίς, ΝΜΑ
ο κάτοικος της Περσίας ή αυτός που κατάγεται από την Περσία
αρχ.
(ως προσηγορ.) (κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικοῡ βόλου ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για δάνειο από το αρχ. περσ. Pārsa. Κατά μία άποψη, η φωνητική διαδικασία σχηματισμού της λ. ακολουθεί το σχήμα: αρχ. περσ. Pārsa > Πηρσ- > Περσ-, ενώ κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή: αρχ. Pārsa > Πᾱρσ- > Πᾰρσ- (με βράχυνση του μακρού -- πριν από ηχηρό σύμφωνο) > Περσ-, πιθ. κατ' επίδραση του ανθρωπωνυμίου Περσεύς].
(II)
ὁ, Α
1. ο αδελφός του Ησιόδου
2. όνομα τιτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. Περσεύς.

Greek Monotonic

Πέρσης: -ου, ὁ, ετερόκλ. αιτ. Πέρσεα· κλητ. Πέρσα· Πέρσης, ο κάτοικος της Περσίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Πέρσης: ου ὁ Перс
1) сын титана Крия и Эврибии, муж Астерии, отец Гекаты Hes.;
2) сын Персея и Андромеды, миф. родоначальник персов Her.;
3) брат Гесиода Hes.
ου, ион. εω ὁ перс Her., Thuc., Xen., Trag.

Middle Liddell

Πέρσης, ου,
a Persian, inhabitant of Persis, Hdt., etc.